- ἐτύγχανε
- τυγχάνωhappen to be atimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'τύγχαν' — ἐτύγχανε , τυγχάνω happen to be at imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύγχαν' — ἐτύγχανε , τυγχάνω happen to be at imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PERICLYSIS — Graece Περίκλυσις, ora vel extremitas vestis et veli et cuiuslibet rei, apud Anastasium in Leone IV. Fecit vero in eadem basilica ad splendorem sacri Altaris, vestem holosericam habentem Periclysim de chrysoclavo, h. e. περιῤῥοὴν et… … Hofmann J. Lexicon universale
PLEBISCITUM est — quod Plebs plebeiô Magistratu interrogante (veluti Tribunô) constituebat: quod factum Comitiis Tributis. Omnia enim Plebiscita, omnes rogationes, quibus de Pace ad populum ferebatur (bellum enim lege Centuriatâ indici solebat) et quibus… … Hofmann J. Lexicon universale
Κουρεώτις — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, κατά την οποία τα αγόρια γράφονταν στις φατρίες. Η γιορτή αυτή γινόταν την τρίτη ημέρα των Aπατουρίων (βλ. λ.) και οι πατέρες των παιδιών προσέφεραν τότε τη λεγόμενη θυσία του κουρείου. * * * Κουρεῶτις, ιδος, ἡ (Α) η τρίτη … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
ημιέλλην — ἡμιέλλην, ὁ (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ Έλληνας, μισοέλληνας («ἡμιέλλην γάρ τις ὤν ἐτύγχανε», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + Έλλην (πρβλ. μισ έλλην, φιλ έλλην)] … Dictionary of Greek
πανσέληνος — (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek